-
1 охапка
-и θ.αγκαλιά•охапка дров μια αγκαλιά καυσόξυλα•
охапка соломы μια αγκαλιά άχυρο.
εκφρ.в -у – κ. в -е στην αγκαλιά•взять в -у – παίρνω στην αγκαλιά•схватить в -у – αρπάζω στην αγκαλιά. -
2 охапка
охапк||аж ἡ ἀγκαλιά· ◊ взять в \охапкау разг ἀρπάζω στήν ἀγκαλιά μου. -
3 αγκαλιά
1. (η)1) объятие; 2) охапка, вязанка; то, что можно обхватить руками;αγκαλιά ξύλα — вязанка дров;
αρπάζω στην αγκαλιά μου — взять в охапку;
2. επίρρ.1) в охапку, на руки;πάρε το παιδί αγκαλιά — возьми ребёнка на руки;
2) в обнимку -
4 сгрести
сгребу, сгребшь, παρλθ. χρ. огрб, сгребла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сгребенный, βρ: -бен, -бена, -беноρ.σ.μ.1. συσσωρεύω, σωριάζω, μαζεύω σωρό, στοιβάζω•сгрести сено в стог θημωνιάζω το χόρτο.
2. ρίχνω κάτω•сгрести снег с крыши ρίχνω κάτω το χιόνι από τη στέγη.
3. (απλ.) παίρνω• αρπάζω•кого в свои объятия αρπάζω κάποιον στην αγκαλιά.
1. συσσωρεύομαι κλπ. ρ.μ.2. κωπηλατώ ρυθμικά με άλλον, άλλους. -
5 болезнь
-и θ.ασθένεια, αρρώστια, νόσος•болезнь заразная болезнь μεταδοτική αρρώστια•
схватить -αρπάζω αρρώστια•
душевная болезнь ψυχασθένεια•
почек ασθένεια των νεφρών•
детские -и παιδικές αρρώστιες•
морская болезнь ναυτία, -αση.
εκφρ.- и роста – δυσκολίες στην ανάπτυξη (της παραγωγής, κοινωνικής ζωής κλπ.) -
6 нахватать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нахватанный, βρ: -тан, -а, -о.1. παίρνω, πιάνω, αρπάζω. || μτφ. αγκαλιάζω, αποκτώ, παίρνω στην κατοχή μου, οικειοποιούμαι, σφετερίζομαι.2. μτφ. αφομοιώνω πολλά τυχαία ή επιφανειακά, πάσσαλείφομαι. -
7 получить
-лучу, -лучишь, παθ. μτχ. - παρλθ. χρ. полученный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.1. παίρνω, λαβαίνω, λαμβάνω•получить письмо λαβαίνω γράμμα•
получить подарок παίρνω δώρο•
получить зарплату πληρώνομαι το μισθό•. получить повышение παίρνω αύξηση•
получить заказ παίρνω παραγγελία•
получить награду παίρνω βραβείο.
2. εξάγω, βγάζω•получить каменного угля βγάζω πετροκάρβουνο•
получить интересные выводы βγάζω ενδιαφέροντα συμπεράσματα.
3. αρρωσταίνω, μολύνομαι, πιάνω, αρπάζω•она -ла насморк αυτή την έπιασε συνάχι ή άρπαξε συполучить νάχι.
4. σε συνδυασμό με μερικά ουσ. στην ελληνική αποδίδεται με ρ. σημασίας απο το ουσ.: получить выговор τιμωρούμαι: получить ранение τραυματίζομαι•получить пользу ωφελούμαι•
получить распространение διαδίδομαι.• получить применение εφαρμόζομαι.
|| αποκτώ•получить хорошее воспитание παίρνω καλή διαπαιδαγώγηση.
|| γίνομαι, καθίσταμαι•получить из-встность γίνομαι γνωστός.
1. παίρνομαι, λαμβάνομαι•-лся ответ ελήφθη απάντηση•
-лось известие ήρθε η είδηση.
2. βγαίνω, προκύπτω• γίνομαι.• снимок -лся хороший η φωτογραφία βγήκε καλή•ничего не -лось δεν έγινε τίποτε.
3. συμβαίνω, λαβαίνω χώρα•что -лось? τι συνέβηκε;
-
8 пригореть
-ит ρ.σ.1. καίγομαι λίγο, αρπάζω•корка хлеба -ла ή κόρα του ψωμιού άρπαξε.
2. τσικνώνω•каша -ла в кастрюле το κουρκούτι τσικνωσε στην κατσαρόλα.
3. ξηραίνομαι•трава -ла το χορτάρι ξηράθηκε.
-
9 увезти
увезу, увезшь, παρλθ. χρ. увёз, увезла-ло, μτχ. παρλθ. χρ. увзший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. увезнный, βρ: -зн, -зена, -зеноρ.σ.μ.1. μεταφέρω (με μεταφορικό μέσο)•-ли детей на дачу μετέφεραν τα παιδιά στην έπαυλη•
вещи -ли на вокзал τα πράγματα τα μετέφεραν στο σιδηροδρομικό σταθμό.
|| φεύγοντας παίρνω μαζί μου•он увз овой чемодан αυτός φεύγοντας πήρε τη βαλίτσα του.
2. κλέβω, παίρνω•ночью -ли дрова из сарая τη νύχτα μας πήραν τα καυσόξυλα απ την αποθήκη.
3. απάγω, αρπάζω και φεύγω•парис увз красавицу елену ο Πάρης απήγαγε την ωραία Ελένη.
См. также в других словарях:
χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek
βάζω — (I) και βάνω (Μ βάζω) 1. τοποθετώ, φορώ 2. τοποθετώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο νεοελλ. Ι. 1. προσθέτω, συνυπολογίζω 2. (για βαθμό) βαθμολογώ 3. διορίζω, τοποθετώ κάποιον σε κάποια θέση 4. βάζω... να αναγκάζω ή πείθω κάποιον να κάνει κάτι 5. υποθέτω … Dictionary of Greek
βαστάζω — και βαστώ ( άω) και βασταίνω και βαστάνω (AM βαστάζω, Μ και βαστῶ και βασταίνω και βαστάνω) 1. κρατώ κάτι με το χέρι 2. μεταφέρω 3. υπομένω, υποφέρω μσν. νεοελλ. 1. (για έγκυο γυναίκα) κυοφορώ 2. φορώ 3. κατέχω («βαστάει τα κλειδιά») 4. τηρώ… … Dictionary of Greek
ρηγνύω — ῥηγνύω ΝΜΑ, και ῥήγνυμι ΜΑ 1. χαλώ τη συνοχή ενός σώματος, σχίζω, σπάζω, κομματιάζω, τέμνω (α. «ῥήξειν τὰ δεσμά», Λουκιαν. β. «πέπλους ῥήγνυσιν», Αισχύλ. γ. «γῆς ἀρότρους ῥήξας δάπεδον», Αριστοφ.) νεοελλ. φρ. «ρηγνύω κραυγή» βγάζω δυνατή φωνή,… … Dictionary of Greek
τέμνω — (I) ΝΜΑ, και τέμω και επικ. και ιων. και δωρ. τ. τάμνω Α 1. κόβω, σχίζω, τεμαχίζω (α. «τέμνοντα όργανα» β. «τοιοῡτον τμήμα τέμνεται τὸ τεμνόμενον, οἷον τὸ τέμνον τέμνει;», Πλάτ.) 2. (για ποταμό ή οροσειρά) διαιρώ, χωρίζω (α. «η οροσειρά τέμνει… … Dictionary of Greek
χαίρω — ΝΜΑ, και μέσ. χαίρομαι Ν 1. αισθάνομαι χαρά, είμαι χαρούμενος (α. «χαίρω πολύ» β. «οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ», ΚΔ γ. «χαίρω δὲ καὶ αὐτὸς θυμῷ, ἐπεὶ δοκέω νικησέμεν Ἕκτορα δῑον», Ομ. Ιλ.) 2. (η προστ. β προσ. ενεστ.) χαίρε,… … Dictionary of Greek
αλίσκομαι — ἁλίσκομαι (Α) ελλειπτικό παθητικό ρήμα που έχει ως ενεργητικό το αἱρῶ* (το ἁλίσκω μόνο στην παροιμία «ἐλέφας μῦν οὐχ ἁλίσκει») 1. (για πρόσωπα, τόπους, πράγματα) κυριεύομαι, συλλαμβάνομαι, αιχμαλωτίζομαι, πέφτω στα χέρια τού εχθρού 2. (για ζώα)… … Dictionary of Greek
αναιρώ — ( έω) (Α ἀναιρῶ) 1. ανατρέπω επιχειρήματα ή κατηγορία, ανασκευάζω, αντικρούω 2. καταργώ, ακυρώνω, ανακαλώ 3. αθετώ, αρνούμαι 4. θανατώνω, φονεύω (ειδ. στα νεοελλ. «φονεύω απρομελέτητα σε βρασμό ψυχικής ορμής») αρχ. Ι. (ενεργ. και μέσ.) 1. σηκώνω… … Dictionary of Greek
ομνύω — (ΑΜ ὀμνύω, Α και ὄμνυμι) 1. ορκίζομαι, παίρνω όρκο («ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῑν μὴ ὀμόσαι ὅλως», ΚΔ) 2. βεβαιώνω κάτι με όρκο, παρέχω ένορκη διαβεβαίωση («ἐπειδὴ δὲ ὤμοσεν τὴν εἰρήνην ὁ Φίλιππος», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει γίνει προσπάθεια… … Dictionary of Greek
πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… … Dictionary of Greek